ΑΠ 995-2023. Μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο. Λαθρεμπορία. Αληθής η συρροή. Έννοιες αληθούς και φαινομένης συρροής

ΑΠ 995-2023. Μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο. Λαθρεμπορία. Αληθής η συρροή. Έννοιες αληθούς και φαινομένης συρροής

Χρέη προς το Δημόσιο. Η διοικητική παραγραφή είναι ανεξάρτητη από την παραγραφή του αδικήματος, η οποία λαμβάνει χώρα κατάά τις κοινές διατάξεις. Λαθρεμπορία. Αληθής πραγματική η συρροή. Η καταδίκη για τη λαθρεμπορία δεν συνεπάγεται εκκρεμοδικία για το αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο. Έννοιες αληθούς και φαινομένης συρροής.

ΑΠ 995/2023

«…Περαιτέρω, κατά την 2α Απριλίου του έτους 2015 (κατά το χρόνο, που φέρεται ότι τελέστηκε η αποδοθείσα, κατά τα ανωτέρω, στον αναιρεσείοντα πράξη), το άρθρο 25 παρ. 1 του ν. 1882/1990, όπως τούτο είχε τροποποιηθεί με την παρ. 2 του άρθρου 18 και παρ. 2-4 του άρθρου 28 του νόμου 2948/2001 και συμπλ. με το άρ. 34 Ν. 3016/2002 (ΦΕΚ 110/17.5.2002), επίσης με την παρ.1 άρ. 34 Ν. 3220/2004 (ΦΕΚ Α 15/28-1-2004), το άρ. 3 παρ.1 Ν. 3943/2011 (ΦΕΚ Α 66/31.3.2011) και όπως αντικαταστάθηκε με το άρ. 20 Ν. 4321/2015 (ΦΕΚ Α 32/21.3.2015), όριζε τα εξής:

«1. Όποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στη Φορολογική Διοίκηση χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων (4) μηνών τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) Ενός (1) τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ. β) Τριών (3) τουλάχιστον ετών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α’, υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ. Η ποινική δίωξη ασκείται ύστερα από αίτηση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή των Ελεγκτικών Κέντρων ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους, που συνοδεύεται υποχρεωτικά από πίνακα χρεών, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων. Η πράξη μπορεί να κριθεί ατιμώρητη, εάν το ποσό που οφείλεται εξοφληθεί μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης σε οποιονδήποτε βαθμό».

Η προεκτεθείσα διάταξη αναπροσαρμόστηκε κατά τα ποσά των περιπτώσεων α’ και β’ με το άρ. 71§2 ν. 4174/14, το οποίο προστέθηκε με το άρ. 8 ν. 4337/ΦΕΚ Α 129/17-10-15 και συμπλ. με το άρ. 469 ν. 4619/ΦΕΚ Α 95/11-6-19 (νέος Π.Κ ισχύων από 1-7-19), οπότε διαμορφώθηκε ως εξής:

«1. Όποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στη Φορολογική Διοίκηση χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων (4) μηνών τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) Ενός (1) τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, υπερβαίνει το ποσό “των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ. β) Τριών (3) τουλάχιστον ετών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α’, υπερβαίνει το ποσό “των διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ. Η ποινική δίωξη ασκείται ύστερα από αίτηση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή των Ελεγκτικών Κέντρων ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους, που συνοδεύεται υποχρεωτικά από πίνακα χρεών, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων. Στην αίτηση και στον πίνακα χρεών που υποβάλλονται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του προσώπου, τα χρέη που προέρχονται από τη μη εκτέλεση χρηματικών ποινών που επιβλήθηκαν από ποινικό δικαστήριο και οι σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκοι και λοιπές επιβαρύνσεις καθώς και τα χρέη από τα αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις. Η πράξη μπορεί να κριθεί ατιμώρητη, εάν το ποσό που οφείλεται εξοφληθεί μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης σε οποιονδήποτε βαθμό».

Εν προκειμένω εφαρμοστέα τυγχάνει η αμέσως προηγούμενη διάταξη, αφού είναι κατ’ αρ. 2 του νέου ΠΚ ευμενέστερη, επειδή, αφενός μεν αύξησε τα όρια του οφειλόμενου ποσού για να καταστεί αντιστοίχως αξιόποινη (πλημμέλημα) η οφειλή και για να τιμωρηθεί βαρύτερα ο υπερήμερος, αφετέρου δε επί πλέον αφαίρεσε από τον πίνακα χρεών όσα προέρχονται από φορολογικά αδικήματα. Εξετέρου το προστατευόμενο από την διάταξη έννομο αγαθό είναι η εξασφάλιση – είσπραξη των δημοσίων εσόδων (Ολομ. Α.Π. 1/09, Νο Β 2009, 573). Τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του σχετικού εγκλήματος είναι: α) η μη καταβολή των βεβαιωμένων στις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. ή στα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο και τα λοιπά αναφερόμενα πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα από οποιαδήποτε αιτία, β) η παρέλευση τετραμήνου από το χρόνο, κατά τον οποίο έπρεπε το χρέος να καταβληθεί και γ) το συνολικό άθροισμα των μερικότερων χρεών, με κάθε είδους τόκους και προσαυξήσεις, κατά το χρόνο σύνταξης του οικείου πίνακα χρεών να υπερβαίνει το οριζόμενο από το νόμο χρηματικό ποσό με τις διακρίσεις και κλιμακώσεις που προαναφέρθηκαν, ενώ για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται δόλος (πρόθεση) με την έννοια του άρθρου 27 παρ. 1 του ΠΚ. ο οποίος (δόλος) πρέπει να καλύπτει όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, αφού δεν καθορίζεται στην οικεία διάταξη άλλη μορφή υπαιτιότητας (άμεσος ή υπερχειλής δόλος).

Έτσι, κρίσιμα στοιχεία για τη θεμελίωση του σχετικού εγκλήματος, που πρέπει να προσδιορίζονται στην καταδικαστική απόφαση, για να υπάρχει η απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, είναι: α) Η αρμόδια αρχή που βεβαίωσε το χρέος, β) το ύψος του χρέους, γ) ο τρόπος πληρωμής του, δ) ο ακριβής χρόνος καταβολής του χρέους και ε) η μη πληρωμή του ενιαιοποιημένου χρέους κατά τη λήξη του τετραμήνου από το χρόνο, κατά τον οποίο αυτό έπρεπε να καταβληθεί, οπότε προσδιορίζεται έμμεσα και ο χρόνος τέλεσης της πράξης (ΑΠ 189/2021). Περαιτέρω, ο μεν χρόνος τέλεσης του ειρημένου εγκλήματος συνάγεται από τον χρόνο της συμπλήρωσης τεσσάρων μηνών από τότε που έπρεπε να καταβληθεί το χρέος, ο δε χρόνος καταβολής του χρέους προκύπτει από τον πίνακα χρεών, που συνοδεύει την αίτηση ποινικής δίωξης του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. κ.λ.π. Εξετέρου κατά την παράγραφο 7 του ιδίου ως άνω άρθρου 25 του ν. 1882/1990, όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 23 παρ. 1 το ν. 2523/1997, οριζόταν ότι: «ο χρόνος παραγραφής του αδικήματος συμπληρώνεται μετά την παρέλευση πενταετίας από την παραγραφή της οφειλής. Η υποβολή αίτησης ποινικής δίωξης αναστέλλει την παραγραφή του χρέους για το οποίο υποβλήθηκε, μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση». Ακολούθως, με την παρ. 2 του ιδίου άρθρου 34 του ν. 3220/2004, η ανωτέρω διάταξη αντικαταστάθηκε και παραμένει μέχρι σήμερα σε ισχύ ως εξής: «7. Η υποβολή αίτησης ποινικής δίωξης αναστέλλει την παραγραφή του χρέους για το οποίο υποβλήθηκε μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση. Ο χρόνος παραγραφής του χρέους δεν συμπληρώνεται πριν την πάροδο ενός έτους από τη λήξη της αναστολής». Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι διαχωρίζεται σαφώς η διοικητική παραγραφή της οφειλής των χρεών των φορολογούμενων προς το Δημόσιο από την παραγραφή του ως άνω σε βαθμό πλημμελήματος διωκόμενου ειδικού αδικήματος καθυστέρησης καταβολής των βεβαιωμένων στις ΔΟΥ και τα Τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο. Ενώ κατά την παρ. 7 του άρθρου 25 του ν. 1882/1990, όπως αντικ. με το άρθρο 23 του ν. 2523/1997, οριζόταν ότι ο χρόνος παραγραφής του αδικήματος συμπληρώνεται μετά παρέλευση πενταετίας από την παραγραφή της οφειλής (εδάφ.α’) και η υποβολή της αίτησης ποινικής δίωξης αναστέλλει την παραγραφή του χρέους για το οποίο υποβλήθηκε, μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση (εδάφ. β’), με την τελευταία αντικατάσταση της παραγράφου 7 το ανωτέρω πρώτο εδάφιο περί έναρξης παραγραφής του αδικήματος μετά παρέλευση πενταετίας από την παραγραφή της οφειλής απαλείφθηκε εντελώς, στο δε δεύτερο εδάφιο προστέθηκε η φράση: «Ο χρόνος παραγραφής του χρέους δεν συμπληρώνεται πριν την πάροδο ενός έτους από τη λήξη της αναστολής». Με τη νέα αυτή διάταξη δεν υπάρχει πλέον ειδική ρύθμιση, ως προς το θέμα της παραγραφής του αδικήματος του άρ. 25 του ν. 1882/1990 και συνεπώς ισχύουν οι κοινές περί του χρόνου τέλεσης και περί του χρόνου έναρξης της παραγραφής των εγκλημάτων διατάξεις των αρ. 111, 112 και 113 του Π.Κ, ενώ δε μπορεί να γίνει λόγος για απάλειψη από παραδρομή του ανωτέρω πρώτου εδαφίου, το δε άρθρο 86 του ν. 2362/1995 περί δημοσίου λογιστικού κλπ, (σ.σ. σήμερα άρ. 136 ν. 4270/14) προβλέπει μόνον την παραγραφή των χρηματικών απαιτήσεων του Δημοσίου και όχι την παραγραφή του αδικήματος της καθυστέρησης καταβολής των χρεών προς το Δημόσιο (ΟΛΟΜ. Α.Π. 2/11). Περαιτέρω, με το ν. 2960/2001 «Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας», η ισχύς του οποίου άρχισε από 1.1.2002 (αρ. 185), καταργήθηκε ο Ν. 1165/1918 “Περί Τελωνειακού Κώδικος”.

Οι διατάξεις των αρ.155 παρ. 1,2 περ. ζ του ως άνω νέου νόμου (Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα) ορίζουν τι είναι λαθρεμπορία και οι διατάξεις των αρ. 157 και 160 παρ. 1-2 αυτού προβλέπουν για τον ένοχο λαθρεμπορίας τις σ΄ αυτές ποινές στερητικές της ελευθερίας, καθώς και χρηματική ποινή. Κατά τις ανωτέρω διατάξεις, λαθρεμπορία είναι: α) η εντός των συνόρων του Κράτους εισαγωγή ή εξ αυτών εξαγωγή εμπορευμάτων που υπόκεινται είτε σε εισαγωγικό δασμό, είτε σε εισπραττόμενο στα τελωνεία τέλος, φόρο ή δικαίωμα, χωρίς γραπτή άδεια της αρμόδιας τελωνειακής αρχής ή σε άλλο παρά τον ορισμένο απ΄ αυτή, τόπο ή χρόνο και β) κάθε οποιαδήποτε ενέργεια που αποσκοπεί να στερήσει το Ελληνικό Δημόσιο από τους δασμούς, τέλη, φόρους και δικαιώματα που πρέπει να εισπραχθούν απ’ αυτό για τα εισαγόμενα από την αλλοδαπή ή εξαγόμενα εμπορεύματα, και αν ακόμη αυτά εισπράχθηκαν σε χρόνο και τόπο διαφορετικό από εκείνον που ορίζει ο νόμος. Υποκειμενικώς δε για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της λαθρεμπορίας απαιτείται δόλος, που συνίσταται στη γνώση του υπαίτιου ότι το εμπόρευμα που κατέχει και εισάγει είναι προϊόν λαθρεμπορίας, κατά την παραπάνω έννοια, καθώς και στη θέληση να αποστερήσει το Ελληνικό Δημόσιο από τον οφειλόμενο εισαγωγικό δασμό, φόρο, τέλος ή δικαίωμα (ΑΠ 172/2012). Το έννομο δε αγαθό που προστατεύεται από τη λαθρεμπορία είναι τα περιουσιακά έσοδα του Δημοσίου που απορρέουν από την εισαγωγή στο έδαφος της χώρας ή την εξ αυτού εξαγωγή εμπορευμάτων (ΑΠ 316/2001), ενώ ειδικότερο αντικείμενο προστασίας είναι οι δασμοφορολογικές αξιώσεις του Δημοσίου, που ανήκουν στη διαχείριση των τελωνείων, ήτοι αυτοτελή στοιχεία του ενεργητικού της δημόσιας περιουσίας, των οποίων το περιεχόμενο προσδιορίζεται κυριαρχικά από τις τελωνειακές αρχές (ΑΠ 589/2022). Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι η κατοχή λαθρεμπορεύματος είναι έγκλημα διαρκές, με την έννοια ότι ο χρόνος τέλεσής της διαρκεί μέχρι να παύσει η παράνομη κατάσταση που αυτή συνεπάγεται (ΑΠ 644/2020).

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 94 παρ. 1 και 2 ΠΚ, πραγματική συρροή υπάρχει όταν με περισσότερες υλικές πράξεις του υπαιτίου τελούνται ισάριθμα αυτοτελή εγκλήματα, για τα οποία επιβάλλονται αντίστοιχες αυτοτελείς ποινές και τελικά επιβάλλεται μία συνολική εκτιτέα ποινή με τον προβλεπόμενο τρόπο επαύξησης της βαρύτερης από αυτές, ενώ κατ’ ιδέα (ή τυπική) αληθινή συρροή υπάρχει όταν με μία υλική πράξη του υπαιτίου τελούνται περισσότερα αυτοτελή εγκλήματα, για τα οποία επιβάλλονται αντίστοιχες ποινές και τελικά επαυξάνεται ελεύθερα η βαρύτερη από αυτές μέχρι το ανώτατο όριο του είδους της ποινής βάσης (εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά με ειδική διάταξη νόμου). Τόσο η πραγματική όσο και η αληθινή κατ’ ιδέα συρροή μπορεί να προσβάλλει το ίδιο έννομο αγαθό (ομοειδής συρροή) ή διαφορετικά έννομα αγαθά (ετεροειδής συρροή).

Αντίθετα, φαινομενική συρροή ή συρροή νόμων, στην οποία δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις για τη συρροή εγκλημάτων του άρθρου 94 ΠΚ, υπάρχει όταν η εγκληματική δράση του υπαιτίου εμφανίζεται να εμπίπτει στο πραγματικό περισσότερων ποινικών νόμων, αλλά, από τη λογική και αξιολογική συσχέτιση αυτών και με βάση τις αρχές της ειδικότητας, της επικουρικότητας και της απορρόφησης, συνάγεται ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση μόνο ένας έχει εφαρμογή και αποκλείονται οι λοιποί, ώστε να τελείται μία μόνο αξιόποινη πράξη, για την οποία επιβάλλεται μία ποινή. Ειδικότερα, με βάση την αρχή της ειδικότητας, αν δύο ποινικές διατάξεις τελούν σε σχέση γενικής προς ειδική και δεν υπάρχει ρήτρα επικουρικότητας, η ειδική διάταξη αποκλείει την εφαρμογή της γενικής με βάση τον κανόνα “τα ειδικά των γενικών επικρατέστερα”. Με βάση τη αρχή της επικουρικότητας, αν η μία ποινική διάταξη είναι επικουρική έναντι της άλλης, έχει εφαρμογή η αυστηρότερη. Ενώ, με βάση την αρχή της απορρόφησης, αν οι περισσότερες πράξεις δεν είναι μεταξύ τους ανεξάρτητες και αυτοτελώς κολάσιμες, επειδή συγκροτούν την έννοια του ίδιου εγκλήματος και με την εφαρμογή της μίας ποινικής διάταξης καλύπτεται πλήρως η απαξία και η υπόσταση της πράξης του υπαιτίου, οι λοιπές απορροφώνται, όπως συμβαίνει όταν είτε η μία πράξη (στο σύνολο της) είναι στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης ή επιβαρυντική περίπτωση της άλλης είτε προσβάλλει το ίδιο έννομο αγαθό και τελέστηκε για να γίνει δυνατή η τέλεση της άλλης που ακολούθησε (αναγκαίο μέσο τέλεσης της) ή η νεότερη πράξη αποτελεί αναγκαία συνέπεια εκείνης που προηγήθηκε (Ολ.ΑΠ 179/90). Στην περίπτωση της αληθινής κατ’ ιδέα συρροής, το δεδικασμένο (ή η εκκρεμοδικία) εξαντλείται στην αξιόποινη πράξη, για την οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη και δεν κωλύεται νέα ποινική δίωξη για την άλλη πράξη, που συρρέει κατ΄ ιδέα με την πρώτη και δεν έχει κριθεί (ΑΠ 617/2023). Με βάση τα όσα προδιελήφθησαν σαφές τυγχάνει ότι η πράξη της λαθρεμπορίας και η μη καταβολή διοικητικού προστίμου που τυχόν επιβλήθηκε για το αδίκημα της λαθρεμπορίας συνιστούν δύο διακριτές μεταξύ τους πράξεις. Η πρώτη συνίσταται σε μία συμπεριφορά που περιγράφεται στο άρθρο 155 του ν. 2960/2001, η δε δεύτερη σε μια (γνήσια) παράλειψη, που τοποθετείται χρονικά μεταγενέστερα, ύστερα από την επιβολή του προστίμου και τη βεβαίωσή του. Από την εν λόγω άποψη, δεν είναι κατ΄ αρχήν δυνατή η εφαρμογή της αρχής «ne bis in idem», δεδομένου ότι δεν πληρούται η κατ΄ άρθρο 57 του ΚΠοινΔ προϋπόθεση της ταυτότητας της δικονομικής πράξης. Ζήτημα, όμως, εφαρμογής της πιο πάνω αρχής τίθεται, εφόσον οι ανωτέρω δύο πράξεις, που συρρέουν πραγματικά μεταξύ τους, θα μπορούσαν να υπαχθούν σε μία από τις περιπτώσεις φαινομένης, υπό την εκδοχή της απορρόφησης. Πάντως η συρροή μεταξύ του εγκλήματος της λαθρεμπορίας και του εγκλήματος της μη καταβολής του σχετικού διοικητικού προστίμου εξαιτίας της λαθρεμπορίας δεν είναι φαινομένη. Με το έγκλημα της λαθρεμπορίας αποφεύγεται η καταβολή των οφειλόμενων δασμών, ενώ αντίθετα με το έγκλημα της καταβολής των χρεών αποφεύγεται το μεταγενέστερα επιβληθέν πρόστιμο. Σημειώνεται δε ότι το διοικητικό πρόστιμο και οι διαφυγόντες δασμοί συνιστούν δύο διαφορετικά κεφάλαια, καθώς οι δασμοί δεν περιλαμβάνονται στο επιβαλλόμενο πολλαπλό τέλος, αλλά επιβάλλονται παράλληλα και σωρευτικά προς αυτό (ΣΤΕ 1993/2016).

Κατ΄ αποτέλεσμα, μπορεί μεν το προσβαλλόμενο έννομο αγαθό να είναι κατά τα προεκτεθέντα παρόμοιο και στις δύο περιπτώσεις, ωστόσο, επειδή υποστασιοποιείται με διαφορετικό τρόπο στην κάθε μια περίπτωση, οι επιμέρους προσβολές χαρακτηρίζονται από αξιολογική αυτοτέλεια και άρα δεν μπορεί να γίνει δεκτό, ότι η απαξία του ενός αδικήματος υπερκαλύπτει και την απαξία του άλλου, ενώ με την σύλληψη του δράστη της λαθρεμπορίας, τον καταλογισμό σε βάρος του των αναλογούντων δασμών και πολλαπλών τελών, καθώς επίσης την κατάσχεση των λαθραίων αντικειμένων, θα πρέπει να γίνει δεκτό, ότι η ειρήνευση του εννόμου αγαθού που επλήγη με την λαθρεμπορία έχει αποκατασταθεί και συνεπώς η μεταγενέστερη μη καταβολή του προστίμου συνιστά – και από την άποψη αυτή – διαφορετική εγκληματική μονάδα. Συνεπώς, η συρροή μεταξύ των δύο αδικημάτων είναι αληθής πραγματική και άρα η εφαρμογή της αρχής “ne bis in idem” δεν είναι δυνατή (ΑΠ 1306/2018, ΑΠ 320/2013). Εξάλλου, κατά το άρθρο 57 παρ. 1 και 3 ΚΠΔ, αν κάποιος έχει αμετάκλητα καταδικαστεί ή αθωωθεί ή έχει παύσει η ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι σε βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σ’ αυτή διαφορετικός νομικός χαρακτηρισμός. Αν, παρά την απαγόρευση αυτή, ασκηθεί ποινική δίωξη, κηρύσσεται απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την ύπαρξη δεδικασμένου πρέπει να συντρέχουν: α) αμετάκλητη απόφαση (ή βούλευμα) που αποφαίνεται για τη βασιμότητα ή μη της κατηγορίας ή παύει οριστικά την ποινική δίωξη για μια αξιόποινη πράξη ή την κηρύσσει απαράδεκτη (τυπικό δεδικασμένο), β) ταυτότητα προσώπου και γ) ταυτότητα πράξης, ως προς το πραγματικό σκέλος της στο σύνολο του (τρόπο, χρόνο, τόπο και λοιπές ιστορικές περιστάσεις τέλεσης της) και ανεξάρτητα από τον νομικο χαρακτηρισμό της, που περιλαμβάνει τόσο την πράξη του δράστη (ενέργεια ή παράλειψη) όσο και το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκλήθηκε από αυτή, αμέσως με την τέλεση της ή σε μεταγενέστερο χρόνο (ΑΠ 617/2023). Εξετέρου, ο αυτοτελής ισχυρισμός περί υπάρξεως δεδικασμένου, που έχει ως συνέπεια το απαράδεκτο της νέας δίωξης, όπως προεκτέθηκε και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 εδ. ΣΤ΄ του ΚΠοινΔ λόγο αναίρεσης, ο αναιρεσείων, για το παραδεκτό του αντίστοιχου λόγου αναίρεσης, οφείλει, αφ΄ ενός μεν να επικαλείται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, ότι η προηγούμενη καταδικαστική απόφαση, που αφορά την ίδια αξιόποινη πράξη του ίδιου προσώπου κατέστη αμετάκλητη και πως έλαβε χώρα το γεγονός αυτό, αφετέρου δε να αποδείξει το τελευταίο εγγράφως, με την προσκομιδή δηλαδή ενώπιον του Αρείου Πάγου αντιγράφου της απόφασης, από την οποία απορρέει το δεδικασμένο και επιπρόσθετα βεβαίωση, από την οποία να προκύπτει ότι η απόφαση είναι αμετάκλητη, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 546 παρ. 2 του ΚΠοινΔ (ΑΠ 1019/2019), Εξάλλου εκκρεμοδικία υπάρχει όταν προκύπτουν όλες οι προϋποθέσεις του δεδικασμένου, πλην του αμετακλήτου ή του βουλεύματος, η δε σχετική ένσταση είναι ορισμένη, όταν προσδιορίζεται η προηγούμενη εκκρεμής κατηγορία και προσκομίζεται η οικεία προηγούμενη απόφαση ή το κλητήριο θέσπισμα, από τα οποία να προκύπτει η εκκρεμοδικία.

(…)

Ενόψει των παραδοχών αυτών, πρέπει να επισημανθούν τα εξής: Με τον πρώτο λόγο του αναιρετηρίου (από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ΣΤ του ΚΠοινΔ), κατ΄ ορθή εκτίμηση του δικογράφου, ο αναιρεσείων, όπως ήδη αναφέρθηκε, προβάλλει την αιτίαση ότι το Δικαστήριο της ουσίας κατά παραβίαση του δεδικασμένου, που έχει παράγει η με αριθμό …/1-7-2004 απόφαση του Αυτοφώρου Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ναυπλίου, με την οποία καταδικάστηκε σε φυλάκιση πέντε (5) μηνών για απλή συνέργεια σε λαθρεμπορία τσιγάρων, δεν κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη εναντίον του για την πράξη της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, που του αποδόθηκε. Κατ΄ αρχήν, όμως, ο ως άνω λόγος αναίρεσης τυγχάνει παραδεκτός, όχι για παραβίαση δεδικασμένου (αφού δεν αναφέρεται ότι η προηγηθείσα καταδικαστική για απλή συνέργεια σε λαθρεμπορία με αριθμό …/1-7-2004 απόφαση του Αυτοφώρου Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ναυπλίου έχει καταστεί αμετάκλητη, ούτε ο τρόπος που επήλθε το αμετάκλητο, ενώ, παράλληλα, δεν προσκομίστηκε βεβαίωση αμετακλήτου), αλλά για παράβαση εκκρεμοδικίας, αφού μνημονεύεται ειδικά στην κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και προσκομίζεται η προδιαληφθείσα με αριθμό …/2004 καταδικαστική απόφαση. Όμως, στη συγκεκριμένη περίπτωση ουδόλως συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την ύπαρξη εκκρεμοδικίας, δεδομένου του ότι δεν υπάρχει ταυτότητα πράξης, ενόψει του διαφορετικού χρόνου της λαθρεμπορίας (τέλη Ιουνίου του έτους 2004) και του αδικήματος του ν. 1882/1990 (2/4/2015), καθώς και των διαφορετικών μεταξύ τους ποσών, ενώ αμφότερες οι πράξεις δεν συρρέουν μεταξύ τους φαινομενικά πραγματικά με ύστερη συντιμωρητή απορροφώμενη πράξη το αδίκημα του ν. 1882/1990, αλλά συρρέουν αληθώς και πραγματικά, όντας αυτοτελή και διαφορετικά αδικήματα. Συνακόλουθα ο πιο πάνω (πρώτος) λόγος του αναιρετηρίου είναι αβάσιμος.

…»