ΑΠ 1610/2023. Παράβαση καθήκοντος από γιατρό του ΕΣΥ

ΑΠ 1610/2023. Παράβαση καθήκοντος από γιατρό του ΕΣΥ

Γιατρός του Ε.Σ.Υ. (στο αγροτικό κατάστημα κράτησης) που απουσίασε αυθαίρετα από τον τόπο υπηρεσίας της και δεν παρείχε τις υπηρεσίες της κατά νόμο, λαμβάνοντας άδειες απουσίας χωρίς να ακολουθείται η προβλεπόμενη από το νόμο διαδικασία: ορθή και αιτιολογημένη η καταδίκη για παράβαση καθήκοντος. Στοιχεία του αδικήματος της παράβασης καθήκοντος. Απαιτείται παραβίαση υπηρεσιακού καθήκοντος και όχι απλώς υπαλληλικού. Στοιχεία κατ΄ εξακολούθηση αδικήματος. Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία.

ΑΠ 1610/2023

«…

Κατά τη διάταξη του άρθρου 259 του ισχύοντος ΠΚ, «υπάλληλος που με πρόθεση παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλον τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή, αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη». Από τη διάταξη αυτή, που είναι πανομοιότυπη με την ταυτάριθμη εκείνη του προϊσχύσαντος ΠΚ, διαφοροποιούμενη μόνο ως προς την ποινή και έχει ως σκοπό την προστασία του γενικότερου συμφέροντος της ομαλής και απρόσκοπτης διεξαγωγής της δημόσιας υπηρεσίας, προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της παράβασης καθήκοντος, ενεργητικό υποκείμενο του οποίου μπορεί να είναι μόνον υπάλληλος, κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. α΄ του ίδιου Κώδικα, απαιτούνται: α) παράβαση όχι απλού υπαλληλικού καθήκοντος, αλλά καθήκοντος της υπηρεσίας του υπαλλήλου, το οποίο καθορίζεται και επιβάλλεται στον υπάλληλο από τον νόμο ή από διοικητική πράξη ή απορρέει από τις ιδιαίτερες οδηγίες της προϊστάμενης αρχής ή ενυπάρχει στην ίδια τη φύση της υπηρεσίας και αναφέρεται στην έκφραση από αυτόν της θέλησης της πολιτείας, μέσα στον κύκλο των δημόσιων υποθέσεων και ενεργειών στις σχέσεις της απέναντι στους τρίτους, β) δόλος του δράστη, που περιέχει τη γνώση και τη θέληση της παράβασης του υπηρεσιακού καθήκοντος και γ) σκοπός του δράστη, ως πρόσθετο στοιχείο της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος αυτού, συνιστάμενος στην επιδίωξη του δράστη να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο, χωρίς να είναι αναγκαίο να επιτευχθεί η επιδιωχθείσα ωφέλεια ή βλάβη, η οποία μπορεί να είναι είτε υλική είτε ηθική. Για να συντρέχει δε ο σκοπός αυτός πρέπει όχι μόνο η βούληση του δράστη να κατατείνει προς αυτόν (υποκειμενικό στοιχείο), αλλά και η συμπεριφορά του, όπως αναπτύσσεται, να μπορεί αντικειμενικά να οδηγήσει στην επίτευξή του, αφού ο σκοπός να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος ή για να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλον προϋποθέτει ότι η πράξη, όπως επιχειρείται από το δράστη, δύναται να οδηγήσει στην απόκτηση παράνομου οφέλους ή στην πρόκληση βλάβης τρίτου (αντικειμενικό στοιχείο). Μεταξύ δε της αξιόποινης πράξεως της παραβάσεως καθήκοντος και του σκοπού οφέλους ή βλάβης πρέπει να υπάρχει αιτιώδης σχέση, ώστε η πράξη της παραβάσεως καθήκοντος, αν δεν είναι ο αποκλειστικός τρόπος, πάντως πρέπει να είναι ο πρόσφορος τρόπος περιποιήσεως του σκοπουμένου οφέλους ή βλάβης. Σκοπός παράνομης ωφέλειας ή βλάβης συντρέχει όταν ο δράστης επιδιώκει με την παράβαση των υπηρεσιακών του καθηκόντων να επιφέρει την παράνομη ωφέλεια ή τη βλάβη και συγχρόνως, όταν η υπηρεσιακή παράβαση είναι αντικειμενικά πρόσφορη να οδηγήσει στην ωφέλεια ή τη βλάβη με τον συγκεκριμένο τρόπο που σχεδιάστηκε και τελέστηκε από το δράστη, ο οποίος πρέπει να γνωρίζει την εν λόγω προσφορότητα. Τέτοια προσφορότητα υπάρχει όταν η ωφέλεια ή η βλάβη που επιδιώκει ο δράστης μπορεί να πραγματωθεί μόνο με την παράβαση του συγκεκριμένου καθήκοντος ή και με την παράβαση αυτού (ΑΠ 1557/2017). Για την ολοκλήρωση του εγκλήματος του άρθρου 259 του ΠΚ δεν απαιτείται και να πραγματοποιηθεί η επιδιωκομένη παράνομη ωφέλεια ή βλάβη (ΑΠ 122/2022, ΑΠ 375/2021, ΑΠ 1557/2017, ΑΠ 1575/2013). Η ιδιότητα του υπαλλήλου ενσωματώνει ειδικά καθήκοντα και υποχρεώσεις, δεδομένου ότι δι’ αυτού εκφράζεται η βούληση της κρατικής εξουσίας ή του νομίμως συνεστημένου νομικού προσώπου δημόσιου δικαίου, από την ορθή δε, άσκηση της εξουσίας εξαρτάται η απρόσκοπτη και εποικοδομητική λειτουργία των κρατικών οργάνων, των οποίων οι αποφάσεις επιλύουν ανακύπτοντα προβλήματα και διευθετούν ιδιωτικές διαφορές. Το υπαλληλικό καθήκον διαφοροποιείται εκάστοτε και η ειδικότερη μορφή εξαρτάται από το είδος και τη φύση του. Ως πηγή του καθήκοντος θεωρείται διάταξη νόμου, διατάγματος ή ιδιαίτερες οδηγίες εντός των πλαισίων των νόμων. Ενίοτε το καθήκον ενυπάρχει στη φύση της υπηρεσίας και εμμέσως προσδιορίζεται κατά περιεχόμενο, το οποίο δεσμεύει τον υπάλληλο με συναφή υποχρέωση ενέργειας, εντός των προδιαγεγραμμένων ορίων, ή παράλειψης, όταν απαγορεύεται κάθε περαιτέρω ενέργεια, η υλοποίηση της οποίας αντιστρατεύεται τα σαφώς προσδιορισμένα καθήκοντα. Ως «καθήκον», η παράβαση του οποίου καθιστά αξιόποινη τη συμπεριφορά του υπαλλήλου, δεν νοείται οποιοδήποτε υπαλληλικό καθήκον, το οποίο προκύπτει από τον νόμο ή από διοικητική πράξη κανονιστικού χαρακτήρα ή από ιδιαίτερες οδηγίες της προϊστάμενης αρχής ή από τη φύση της υπηρεσίας και αναφέρεται στη γενική συμπεριφορά κάποιου ως υπαλλήλου, αλλά μόνο το καθήκον εκείνο, που συνδέεται με την άσκηση συγκεκριμένης υπηρεσιακής δραστηριότητας στο πλαίσιο της, καθ’ ύλη και κατά τόπο, αρμοδιότητας του υπαλλήλου, εκείνο δηλαδή που ανάγεται στην εκτέλεση του ανατεθειμένου σ’ αυτόν υπηρεσιακού έργου. Εκείνο δηλαδή, που έχει σημασία στο άρθρο 259 ΠΚ, είναι αν η παράβαση του καθήκοντος θίγει άμεσα την υπηρεσιακή λειτουργία κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να οδηγεί έτσι αντικειμενικά σε προσπορισμό (ιδίου ή ξένου) οφέλους ή σε βλάβη του κράτους ή άλλου. Δεν ενδιαφέρει δηλαδή το είδος (γενικό ή ειδικό) του καθήκοντος, αλλά μια συγκεκριμένη «αντιϋπηρεσιακή» ενέργεια, εφ’ όσον αυτή λειτουργεί ως μέσο για τον προσπορισμό οφέλους ή την πρόκληση βλάβης στα έννομα συμφέροντα άλλου. Το έννομο αγαθό που προστατεύει η διάταξη του άρθρου 259 ΠΚ και προσβάλλεται από την αξιόποινη πράξη, που προβλέπεται από αυτήν, είναι η ομαλή και απρόσκοπτη διεξαγωγή της δημόσιας υπηρεσίας και η λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών αποκλειστικά προς το συμφέρον της πολιτείας και της κοινωνίας, που έχουν ταχθεί να υπηρετούν οι υπάλληλοι με χρηστότητα και καθαρότητα. Ως εκ τούτου, αξιόποινο χαρακτήρα κατά το άρθρο 259 ΠΚ, ενέχουν μόνον οι παραβάσεις συγκεκριμένων υπηρεσιακών καθηκόντων, κατά την άσκηση υπηρεσιακής δραστηριότητας. Έτσι, αξιόποινη είναι η ελεγχόμενη πράξη (ενέργεια ή παράλειψη) του υπαλλήλου μόνον αν συνιστά (θετικά ή αποθετικά) έκφραση πολιτειακής βούλησης και άσκηση κρατικής εξουσίας μέσα στον κύκλο των δημόσιων υποθέσεων. (ΟλΑΠ 7/2008, ΑΠ 1046/2023, ΑΠ 443/2023, ΑΠ 122/2022, ΑΠ 375/2021, ΑΠ 134/2020). Περαιτέρω από το άρθρο 98 ΠΚ, προκύπτει ότι κατ’ εξακολούθηση έγκλημα είναι εκείνο, το οποίο τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες αυτοτελείς ομοειδείς μερικότερες πράξεις, διακρινόμενες χρονικά μεταξύ τους, που προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και καθεμία περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, ενώ συνδέονται μεταξύ τους με την ταυτότητα της προς εκτέλεση απόφασης (ενότητα δόλου). Σε περίπτωση μεταβολής του ποινικού νόμου κατά την διάρκεια τέλεσης εγκλήματος κατ’ εξακολούθηση, εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ισχύει κατά την τέλεση της τελευταίας μερικότερης πράξης, έστω και αν αυτός είναι αυστηρότερος, εφόσον βέβαια και οι προγενέστερες από αυτόν πράξεις ήταν τιμωρητές, ενώ για τον χαρακτηρισμό του κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος ως κακουργήματος ή πλημμελήματος λαμβάνονται υπόψη όλες οι μερικότερες πράξεις (ΑΠ 1076/2023, ΑΠ 128/2023, ΑΠ 692/2020). Εξάλλου με το άρθρο 74 του Ν. 2071/1992 «Εκσυγχρονισμός και Οργάνωση Συστήματος Υγείας», που τιτλοφορείται «΄Αδειες», ορίζεται ότι: «Στους ιατρούς του Ε.Σ.Υ. χορηγείται κάθε χρόνο άδεια 25 εργάσιμων ημερών [Το πρώτο αυτό εδάφιο της παρ. 1 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 3 παρ. 5 του Ν. 3868/2010 (ΦΕΚ Α΄ 129/3.8.2010)]. Από το χρόνο αυτόν αφαιρείται ο χρόνος αδικαιολόγητης απουσίας από την εργασία. Εφόσον το ζητήσουν οι ιατροί με αίτησή τους, τα ⅔ τουλάχιστον της κανονικής αδείας πρέπει να χορηγούνται για τη χρονική περίοδο από 1η Ιουνίου έως το τέλος Σεπτεμβρίου, εκτός αν έκτακτες ανάγκες επιβάλλουν την παρουσία τους στη θέση τους. Η άδεια χορηγείται από το διοικητικό συμβούλιο του νοσοκομείου μετά από γνώμη του διευθυντή του τομέα στον οποίο ανήκουν οι ιατροί (Ιατροί με ειδικότητα ακτινολόγων ή ιατροί, που εργάζονται σε περιβάλλον ιοντίζουσας ακτινοβολίας διατηρούν το δικαίωμα πρόσθετης άδειας, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις). [Το τελευταίο εδάφιο καταργήθηκε με το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 66 του Ν. 3984/2011 (ΦΕΚ Α΄ 150/27.6.2011)]. Περαιτέρω κατά το άρθρο 48 του Ν. 3528/2007 «Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.» που τιτλοφορείται «Δικαίωμα κανονικής άδειας», «1. Οι δημόσιοι υπάλληλοι δικαιούνται κανονική άδεια με αποδοχές δύο (2) μήνες μετά το διορισμό τους. Η άδεια που δικαιούνται να λάβουν οι υπάλληλοι ορίζεται σε δύο (2) ημέρες για κάθε μήνα υπηρεσίας και δεν μπορεί να υπερβεί συνολικά τον αριθμό των ημερών κανονικής άδειας που δικαιούνται με τη συμπλήρωση ενός (1) έτους δημόσιας πραγματικής υπηρεσίας. 2. Οι δημόσιοι υπάλληλοι, μετά τη συμπλήρωση ενός (1) έτους πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας, δικαιούνται κανονική άδεια απουσίας με αποδοχές, η διάρκεια της οποίας ορίζεται σε είκοσι (20) εργάσιμες ημέρες αν ακολουθούν εβδομάδα πέντε (5) εργασίμων ημερών και είκοσι τέσσερις (24) εργάσιμες ημέρες αν ακολουθούν εβδομάδα έξι (6) εργασίμων ημερών. Ο χρόνος της κανονικής άδειας επαυξάνεται κατά μία (1) εργάσιμη ημέρα για κάθε έτος απασχόλησης και μέχρι τη συμπλήρωση του ανώτατου ορίου των είκοσι πέντε (25) ή τριάντα (30) εργασίμων ημερών προκειμένου για πενθήμερη ή εξαήμερη εβδομάδα εργασίας, αντίστοιχα. 3. Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης μπορεί να προσαυξάνεται ως τέσσερις (4) εργάσιμες ημέρες ο αριθμός των ημερών κανονικής άδειας των υπαλλήλων που υπηρετούν σε παραμεθόριες περιοχές. 4. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων δεν εφαρμόζονται σε όσους έχουν κατά τις κείμενες διατάξεις διακοπές εργασίας. Οι υπάλληλοι αυτοί μπορούν, εφόσον συντρέχουν σοβαροί λόγοι ανάγκης, να παίρνουν κανονική άδεια με αποδοχές ως δέκα (10) εργάσιμες ημέρες κατ’ έτος. 5. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, προσαυξάνεται η κανονική άδεια των υπαλλήλων που απασχολούνται σε επικίνδυνες και ανθυγιεινές εργασίες. Με το ίδιο προεδρικό διάταγμα καθορίζονται οι προϋποθέσεις και ο αριθμός των ημερών προσαύξησης της κανονικής άδειας», ενώ στο άρθρο 49 του ιδίου νόμου, που τιτλοφορείται «Χορήγηση κανονικής άδειας», ορίζεται ότι: «1. Δεκαπέντε (15) ημέρες από την κανονική άδεια χορηγούνται υποχρεωτικά, εφόσον το ζητήσει ο υπάλληλος, από 15 Μαΐου έως 31 Οκτωβρίου. Η υποχρέωση αυτή δεν ισχύει σε υπηρεσίες οι οποίες έχουν καθοριστεί με απόφαση του οικείου Υπουργού και κατά την περίοδο αυτή βρίσκονται στην αιχμή της Λειτουργίας τους ή λειτουργούν σε εικοσιτετράωρη βάση. Όταν με αίτηση του υπαλλήλου ολόκληρη η άδεια χορηγείται εκτός από την περίοδο αυτή, προσαυξάνεται κατά πέντε (5) εργάσιμες ημέρες. Η προσαύξηση αυτή δεν χορηγείται όταν ο υπάλληλος κάνει χρήση της κανονικής του άδειας κατά την περίοδο των Χριστουγέννων και του Πάσχα. 2. Η υπηρεσία, στην οποία ανήκει ο υπάλληλος, χορηγεί υποχρεωτικά σε αυτόν μέσα στο δεύτερο εξάμηνο κάθε έτους την κανονική άδεια που δικαιούται και αν ακόμα δεν την ζητήσει. 3. Επιτρέπεται να μην χορηγείται, να περιορίζεται ή να ανακαλείται η κανονική άδεια προκειμένου να αντιμετωπιστούν έκτακτες ανάγκες της υπηρεσίας, μετά όμως από έγκριση του οργάνου που προΐσταται εκείνου το οποίο είναι αρμόδιο για τη χορήγηση της άδειας. Αν τέτοιο όργανο δεν υπάρχει, αποφασίζει το αρμόδιο για τη χορήγηση της άδειας όργανο. 4. Η άδεια που δεν χορηγήθηκε κατ’ εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου, χορηγείται υποχρεωτικά το επόμενο έτος».

Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, όταν αναφέρονται σ’ αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, ενώ σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο, προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι ακριβώς προέκυψε από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ’ επιλογή. Επίσης, από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε αρχικά με τον Ν. 2329/1953 και εκ νέου με το ΝΔ 53/1974, αποτελεί δε εγχώριο δίκαιο και κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος, έχει αυξημένη ισχύ έναντι των κοινών νόμων, προκύπτει ότι η πολιτεία, μέσω των οργάνων της, οφείλει να απαντά σε όλα τα επιχειρήματα του κατηγορουμένου και να εξετάζονται αυτά κατά τρόπο πραγματικό από το Δικαστήριο, δηλαδή το Δικαστήριο οφείλει να προβαίνει σε αποτελεσματική εξέταση των παρατηρήσεων, επιχειρημάτων και αποδείξεων που επικαλούνται οι διάδικοι, ενώ παραβίαση της ως άνω αρχής, πέραν της αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, επάγεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας και ιδρύεται και ο από τα άρθρα 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ και 171 παρ. 1 περ. δ΄ ΚΠΔ λόγος αναίρεσης (ΑΠ 147/2023, ΑΠ 1576/2022, ΑΠ 501/2020). Δεν είναι απαραίτητη όμως η αξιολογική συσχέτιση και συγκριτική στάθμιση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για τον σχηματισμό της δικανικής κρίσης, ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιό ή από ποιά αποδεικτικά μέσα προέκυψε η κάθε παραδοχή. Όταν εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά. Η συνδρομή του δόλου, κατ’ αρχάς, δεν απαιτεί ιδιαίτερη αιτιολογία, διότι αυτός ενυπάρχει στην θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και αποδεικνύεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών και η σχετική με αυτόν αιτιολογία εμπεριέχεται στην κύρια επί της ενοχής αιτιολογία, μόνον δε, όταν αξιώνονται πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και συγκεκριμένα, είτε η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης (άμεσος δόλος), είτε η επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού (έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης), ο δόλος απαιτεί ιδιαίτερη αιτιολογία, αυτό όμως δεν συμβαίνει στην κρινόμενη περίπτωση. Επίσης, δεν αποτελούν λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας ή της εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου και της έλλειψης νόμιμης βάσης, πλήττεται ανεπιτρέπτως η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (ΟλΑΠ 1/2005, ΑΠ 457/2022, ΑΠ 151/2021). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε΄ ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης της απόφασης αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της απόφασης που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό της και που ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (ΟλΑΠ 3/2008, ΑΠ 771/2023, ΑΠ 544/2023, ΑΠ 930/2022).

Στην κρινομένη υπόθεση από το σκεπτικό της ως άνω προσβαλλόμενης υπ’ αριθμ. …/2023 απόφασης, προκύπτει ότι το προαναφερθέν Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) …, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δέχθηκε κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα εξής: «Από τις ένορκες καταθέσεις της μάρτυρος κατηγορίας και του μάρτυρος υπεράσπισης, που εξετάστηκαν νομοτύπως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου και περιλαμβάνονται στα πρακτικά, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά, καθώς και την απολογία της κατηγορουμένης, αποδείχθηκε ότι η κατηγορουμένη, έχουσα την ιδιότητα της ιατρού ενταγμένη στο Εθνικό Σύστημα Υγείας, υπηρέτησε από την πρόσληψή της την 17.3.2008 στο Ειδικό Περιφερειακό Ιατρείο Αγροτικών Φυλακών … με βαθμό Επιμελήτριας Β΄ Γενικής Ιατρικής και από την 26.9.2013 υπηρέτησε ως μόνιμη ιατρός με βαθμό Επιμελήτριας Α΄, διορισθείσα από το έτος 2008 στο Γενικό Νοσοκομείο … και ακολούθως υπαγόμενη στην 6η Υγειονομική Περιφέρεια σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4238/2014 (ΦΕΚ Α΄ 38/17.2.2014). Εξάλλου, πέραν της πλήρους και αποκλειστικής ευθύνης της λειτουργίας του Ειδικού Περιφερειακού Ιατρείου Αγροτικών Φυλακών …, που είχε η ανωτέρω κατά τα ως άνω και δη τα έτη 2015-2016, υπηρετούσε και σε φορείς πρωτοβάθμιας υγείας με ενεργείς εφημερίες στα Κέντρα Υγείας …και …, σύμφωνα με τα προγράμματα εφημεριών που συντάσσονταν από την 6η Υγειονομική Περιφέρεια πλέον. Από τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία προέκυψε κατ’ αρχάς ότι η κατηγορουμένη όταν επιθυμούσε να λάβει άδεια γνωστοποιούσε στην Νοσηλευτική Μονάδα … και στο Α.Κ.Κ.Ε. … απλώς την απουσία της (ενδεικτικώς τα από 11.01.2016 και 21.01.2016 έγγραφά της) χωρίς να προσδιορίζει εάν αυτή αποτελούσε μέρος της κανονικής άδειάς της ή εκπαιδευτική άδεια ή ημερανάπαυση ώστε να δύναται να ελεγχθεί από την αρμόδια αρχή η νομιμότητα ή μη της απουσίας της, σε κάθε δε περίπτωση δεν ελάμβανε έγκριση για την χρήση της άδειάς της από την αρμόδια αρχή ήτοι την 6η Υγειονομική Περιφέρεια. Επίσης, αποδείχθηκε ότι αρχικά η κατηγορουμένη για την χορήγηση της άδειάς της δεν υπέβαλε τις αιτήσεις της απευθείας στην 6η Υγειονομική Περιφέρεια αλλά τις υπέβαλε στο Γενικό Νοσοκομείο …και όπως δε προκύπτει από το με α.π. …/18.2.2016 έγγραφο της Διευθύντριας της Ιατρικής Υπηρεσίας της Νοσηλευτικής Μονάδας … – Γενικό Νοσοκομείο … προς την κατηγορουμένη, η τελευταία ενημερώθηκε ότι η Νοσηλευτική Μονάδα … δεν δίνει πρωτόκολλο στα έγγραφά της παρά μόνο εάν υπάρχει πρωτόκολλο από την 6η Υγειονομική Περιφέρεια για την ενημέρωση του προσωπικού της φακέλου, ο οποίος παρέμενε κενός εάν δεν υπήρχε απάντηση από την ως άνω αρμόδια υπηρεσία, σύμφωνα και με τα υπ’ αριθμούς …/14.9.2015 και …/18.8.2015 προγενέστερα έγγραφα, με επακόλουθο αφ’ ενός μεν η 6η Υγειονομική Περιφέρεια να μην ενημερώνεται και δη εγκαίρως για τις κατατεθείσες αιτήσεις της για χορήγηση άδειας και όταν ελάμβανε γνώση αυτές ήδη είχαν υλοποιηθεί. Σημειώνεται ότι η ως άνω Διευθύντρια είχε επισημάνει στην κατηγορουμένη με το με α.π. …/15.1.2016 έγγραφό της δεδομένου ότι η τελευταία ενώ ήδη ευρισκόταν σε άδεια (14/1/2016 και 15/1/2016) είχε απαιτήσει να σταλεί υπηρεσιακώς από την Νοσηλευτική Μονάδα …η αίτησή της προς την 6η Υγειονομική Περιφέρεια για χορήγηση άδειας στην οποία, όπως ήδη αναφέρθηκε, βρισκόταν, ότι δεν θα δίνεται πρωτόκολλο στα έγγραφά της καθ’ ότι δεν ανήκε στον τομέα της υπηρεσιακής ευθύνης της Ιατρικής Υπηρεσίας της Νοσηλευτικής Μονάδας …. Άλλωστε υπήρχε ήδη το με α.π. Γ.Δ …/31.03.2015 έγγραφο του Διοικητή του Γενικού Νοσοκομείου … προς το Α.Κ.Κ.Ε.Τ. και τον Εισαγγελέα Επόπτη Φυλακών Πρωτοδικών …, το οποίο ενημέρωνε ότι μετά την ψήφιση του ν. 4238/2014 υπεύθυνοι για τα ζητήματα λειτουργίας του Περιφερειακού Ιατρείου του Αγροτικού Καταστήματος Κράτησης … ήταν το Κέντρο Υγείας … και η 6η Υγειονομική Περιφέρεια και ζητούσε για τα θέματα τα οποία ανέκυπταν να απευθύνονται στις αρμόδιες αυτές υπηρεσίες. Η κατηγορουμένη, η οποία ήδη ασκούσε τα καθήκοντά της κατά τα ως άνω και στο Ειδικό Περιφερειακό Ιατρείο Αγροτικών Φυλακών … και στα Κέντρα Υγείας … και … ήταν πλήρως ενημερωμένη και γνώριζε ότι όφειλε να αποστέλλει τις αιτήσεις της χορήγησης άδειας στην 6η Υγειονομική Περιφέρεια έκτοτε, χωρίς παρά ταύτα να συμμορφωθεί σε αυτήν την κατεύθυνση επιλέγοντας την ως άνω αναφερόμενη δίοδο που καθιστούσε εν τοις πράγμασι ανέφικτο τον εκ των προτέρων έλεγχο των αδειών της. Εξάλλου ο ισχυρισμός της κατηγορουμένης ότι η μη έγγραφη απάντηση σε αίτημα χορήγησης αδείας της εκ μέρους της 6ης Υγειονομικής Περιφέρειας αντιστοιχεί με σιωπηρή έγκριση αυτής λόγω της δυσχέρειας άμεσης ικανοποίησης και διερεύνησης των αιτημάτων λόγω του χρόνου υποβολής αυτών δεν προέκυψε από κάποιο έγγραφο. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η κατηγορουμένη απουσίασε από την εργασία της την 5.1.2016, την 7.1.2016 και την 8.1.2016 (σημειώνεται ότι 6.1. είναι αργία) και ότι γνώρισε την απουσία της – άδεια με το υπ’ αριθμόν πρωτοκόλλου …/14.12.2015 απευθυνόμενο στην Νοσηλευτική Μονάδα … έγγραφό της ότι για τις εφημερίες του Δεκεμβρίου 2015 θα ελάμβανε ημεραναπαύσεις τις ημερομηνίες 15.12.2015, 23.12.2015, 24.12.2015 καθώς και 5.1.2016 και 7.1.2016. Κατ’ αρχάς πράγματι από τις δύο προσκομιζόμενες από την κατηγορουμένη καταστάσεις προκύπτει ότι η κατηγορουμένη είχε εφημερία την 29/12/2015 στο Κέντρο Υγείας … και την 31/12/2015 είχε εφημερία στο Κέντρο Υγείας … – οι καταστάσεις αυτές σημειώνεται ότι δεν αμφισβητήθηκαν ως προς το εάν συνετάγησαν εκ των προτέρων ή εκ των υστέρων και ως εκ τούτου εάν απεικονίζουν τα γεγονότα – και επομένως, θα έπρεπε με βάση το άρθρο 2 του ν. 3754/2009, το οποίο ίσχυε κατά τον χρόνο εκείνο, να λάβει εικοσιτετράωρη ανάπαυση, η οποία δεν μεταφέρεται πέραν της μίας εβδομάδας. Ωστόσο, το έγγραφο αυτό, όπως ήδη έχει αναφερθεί, δεν το υπέβαλε προς την 6η Υγειονομική Περιφέρεια ώστε να υπάρχει έγκριση αυτής, λαμβάνοντας υπ’ όψιν της τις ημερομηνίες μεν που επιθυμούσε να λάβει τις ημεραναπαύσεις της η κατηγορουμένη, οι οποίες ήταν οι καταληκτικές, σε σχέση ωστόσο, με τις ανάγκες για τη χορήγηση αδειών των λοιπών συναδέλφων της και εν γένει των αναγκών των μονάδων υγειονομικής περίθαλψης που υπάγονταν στην Νοσηλευτική Μονάδα… ώστε αυτές να είναι σύννομες αλλά το απηύθυνε στην τελευταία, η οποία ήταν αναρμόδια και σε κάθε περίπτωση, γνωστό στην κατηγορουμένη, ότι το αρμόδιο όργανο αυτής δεν θα προέβαινε σε έλεγχο των απουσιών της. Στη συνέχεια και δη με το από 4.1.2016 έγγραφό της, το οποίο επίσης, πρωτοκολλήθηκε αυθημερόν με α.π. 13 και 14 στις υπηρεσίες, Τμήμα Ανθρώπινων Πόρων και Νοσηλευτική Μονάδα … γνώρισε σε αυτές την απουσία της την 8.1.2016, την 26.1.2016, την 27.1.2016 και την 3.2.2016 και προσκόμισε την κατάσταση εφημεριών Ιανουάριου 2016 στο Κέντρο Υγείας …από την οποία προκύπτει ότι οι εφημερίες της αφορούσαν τις ημέρες 3/1/2016, 21/1/2016, 24/1/2016 και 28/1/2016. Ήδη αναφέρθηκε ότι η κατηγορουμένη, ανεξαρτήτως εάν είχε δικαίωμα λήψης ημεραναύπασης την 8.1.2016, καθ’ όσον είχε εφημερία την 3/1/2016, δεν είχε απευθύνει το έγγραφο στην αρμόδια ως άνω υπηρεσία, 6η Υγειονομική Περιφέρεια και ως εκ τούτου δεν υπήρχε έγκριση για τη χορήγηση αυτής, όπως δεν υπήρχε και για τις ως άνω προγενέστερες ημέρες της απουσίας της. Περαιτέρω προέκυψε ότι απουσίασε από την υπηρεσία της από το Ειδικό Περιφερειακό Ιατρείο Αγροτικών Φυλακών … την 12.1.2016, την 13.1.2016, την 14.1.2016 και την 15.1.2016 με αίτησή της προς την 6η Υγειονομική Περιφέρεια την 30.12.2015 έχοντας αιτηθεί τριήμερη κανονική άδεια 11.1.2016 – 13.1.2016 και ζητώντας ενημέρωση εντός δέκα ημερών για τη χορήγηση ή μη αυτής, χωρίς ωστόσο, να προσκομίζεται έγγραφο έγκρισης αυτής. Παρά ταύτα αποδεικνύεται ότι η 6η Υγειονομική Περιφέρεια και κατόπιν του με α.π. 1883/15.2.2016 εγγράφου του Ειδικού Περιφερειακού Ιατρείου Αγροτικών Φυλακών …, που εν τέλει απέστειλε η Προϊσταμένη της Διεύθυνσης προκειμένου να πληροφορηθεί για τη νομιμότητα των απουσιών της κατηγορουμένης, έλαβε το από 17.3.2016 έγγραφο της ως άνω Υγειονομικής Περιφέρειας, το οποίο υπογράφει ο Υποδιοικητής αυτής Δ.Κ., από το οποίο προκύπτει ότι η κατηγορουμένη θα απουσίαζε από τα καθήκοντά της 9.3.2016, 15.3.2016, 17.3.2016, 18.3.2016, 29.3.2016, 30.3.2016 και 6.4.2016 λόγω οφειλόμενων ημεραναπαύσεων (ρεπό) και έχοντας πλέον την έγκριση αυτή ενημέρωσε και τον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών … . Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι παρά τα όσα κατέθεσε ενόρκως ο αποβιώσας ήδη μάρτυρας Π.Ν., Διοικητής της 6ης Υγειονομικής Περιφέρειας κατά τα έτη 2017 – 2019 σχετικά με την μη ύπαρξη έγγραφης απάντησης στις περιπτώσεις χορήγησης παρά μόνο σε περίπτωση απόρριψης, ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, το ανωτέρω έγγραφο που συνέταξε ο Υποδιοικητής της ίδιας υπηρεσίας έρχεται σε αντίθεση με την κατάθεση του ανωτέρω καθ’ ότι από αυτό αποδεικνύεται ότι ακολουθούνταν η νόμιμη οδός της έγκρισης των ημεραναπαύσεων και αδειών και η ενημέρωση των φορέων στις οποίες προσέφερε τις υπηρεσίες της η κατηγορουμένη. Ως προς τις ημέρες της απουσίας της την 14.1.2016 και την 15.1.2016, η κατηγορουμένη αναφέρει ότι είθισται λόγω των εορτών της περιόδου των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς να χορηγούνται δύο ημέρες επιπλέον άδειας στους εργαζομένους και ότι ενημέρωσε τον υπάλληλο της Διεύθυνσης Ανθρώπινων Πόρων ότι θα τις λάβει 14.1.2016 και 15.1.2016, ωστόσο, πέραν του ότι η χορήγηση αυτών είναι στην διακριτική ευχέρεια του Διοικητή, όπως και ο αριθμός και ο χρόνος λήψης τους, δεν αποδείχθηκε από κάποιο στοιχείο ότι ο Διοικητής της ως άνω Υγειονομικής Περιφέρειας χορήγησε αυτήν την άδεια κατά τον χρόνο εκείνο και ότι η κατηγορουμένη νομιμοποιούνταν να την λάβει κατά τις ημέρες που την έλαβε ενημερώνοντας και δη προφορικώς τον ως άνω υπάλληλο ενώ ήδη αναφέρθηκε ότι επιχείρησε να ενημερώσει γι’ αυτές εγγράφως την 6η Υγειονομική Περιφέρεια την 15.1.2016 μέσω της Νοσηλευτικής Μονάδας … με την ως άνω αναφερόμενη εκ μέρους της Διευθύντριας της Ιατρικής Υπηρεσίας αντίδραση. Αντιθέτως η κατηγορουμένη επέλεξε μόνη της τις ημερομηνίες και με τον τρόπο αυτό επέλεξε να απουσιάσει και κατά το χρονικό διάστημα 12.1.2016 έως και 16.1.2016 χωρίς να έχει λάβει έγκριση για την απουσία της. Η ίδια εξάλλου, τακτική ακολουθήθηκε εκ μέρους της και για την απουσία της την 22.1.2016 υποβάλλοντας προς την 6η Υγειονομική Υπηρεσία πλέον το από 12.1.2016 έγγραφό της με το οποίο αιτείται χορήγηση κανονικής άδειας για μία ημέρα – σημειώνεται ότι ούτε αυτό ούτε το προγενέστερο αναφερθέν από 30.12.2015 έχουν αριθμό πρωτοκόλλου – πέραν του ότι δεν υφίσταται έγκριση. Η ίδια η κατηγορουμένη στην απολογία της ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου μνημονεύει ρητώς το υπηρεσιακό σημείωμα του ΔΚ – το οποίο περιλαμβάνεται στην δικογραφία και μνημονεύεται επίσης, ρητώς στο σκεπτικό της αθωωτικής απόφασης – από το οποίο προκύπτει ότι η κατάσταση των κανονικών αδειών της και των ημεραναπαύσεών της άρχονται για μεν τις κανονικές άδειες από 21.4.2016 έως 30.12.2016 για δε τις ημεραναπαύσεις από 26, 27/1.2016 και 3.2.2016 έως 21.12.2016, από αυτό δε προκύπτει ότι η αρμόδια Υγειονομική Περιφέρεια δεν είχε ενημέρωση και για τον λόγο αυτόν δεν είχε στοιχεία για τις προγενέστερες απουσίες της κατηγορουμένης ούτε είχε αξιολογήσει τα αιτήματά της ούτε είχε κρίνει την νομιμότητα αυτών. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η κατηγορουμένη τέλεσε την πράξη που της αποδίδεται, κατ’ εξακολούθηση, καθ’ όσον παρ’ ότι υποχρεούνταν να μεριμνά για την ιατρική περίθαλψη των κρατουμένων στο Περιφερειακό Ιατρείο Αγροτικών Φυλακών … και να απουσιάζει μετά την λήψη νόμιμων αδειών, αυτή απουσίασε κατά τις ως άνω ημερομηνίες στερώντας από αυτούς τις ιατρικές υπηρεσίες της, χωρίς να έχει λάβει έγκριση από την Προϊσταμένη της Υπηρεσία για τις πραγματοποιηθείσες άδειές της, με πρόθεση δε μεθόδευε ώστε αυτές να μην περιέρχονται σε γνώση της επιλέγοντας αρχικώς την υποβολή τους σε αναρμόδια υπηρεσία και ακολούθως μετά την αποκάλυψη αυτή στην αρμόδια μεν υπηρεσία χωρίς την λήψη πρωτοκόλλου και χωρίς την αναμονή έγκρισης, λαμβάνοντας τις νόμιμες αποδοχές της και ωφελούμενη από την ανάπαυσή της κατά τον χρόνο που επιθυμούσε και την εξυπηρετούσε ανεξαρτήτως των αναγκών της υπηρεσίας της με επακόλουθο να στερεί από τους κρατουμένους τις ιατρικές γνώσεις της και την φροντίδα της και ως εκ τούτου πρέπει να κηρυχθεί ένοχη…». Στη συνέχεια το ως άνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο κήρυξε ένοχη την κατηγορουμένη και ήδη αναιρεσείουσα του ότι: «Στη …, την 5.1.2016, 7.1.2016, 8.1.2016, 12.1.2016, 13.1.2016, 14.1.2016, 15.1.2016 και 22.1.2016, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, ως υπάλληλος με πρόθεση παραβίασε τα υπηρεσιακά της καθήκοντα με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό της παράνομο περιουσιακό και ηθικό όφελος. Συγκεκριμένα, η κατηγορούμενη, αν και όφειλε ως ιατρός κλάδου Ε.Σ.Υ. με βαθμό επιμελήτριας Β΄ Ιατρικής, τοποθετημένη στο Ειδικό Περιφερειακό Ιατρείο του Αγροτικού Καταστήματος Κράτησης …, να προσέρχεται στην υπηρεσία της (τόπο παροχής εργασίας), να μεριμνά για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη των ασθενών κρατουμένων και να απουσιάζει από τα καθήκοντά της μόνο όταν προηγουμένως έχει αιτηθεί και έχει λάβει άδεια από την Προϊσταμένη της Υπηρεσία, ήτοι την 6η Υγειονομική Περιφέρεια Πατρών, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 74 παρ. 1 Ν. 2071/1992 σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 48 και 49 του Ν. 3528/2007, εντούτοις αυτή (κατηγορουμένη) στον ανωτέρω αναφερόμενο τόπο και χρόνο, απουσίασε αυθαίρετα και αδικαιολόγητα από το Ειδικό Περιφερειακό Ιατρείο του Αγροτικού Καταστήματος Κράτησης … και ως εκ τούτου δεν παρείχε ιατρικές υπηρεσίες στους κρατούμενους του εν λόγω Καταστήματος Κράτησης, με σκοπό να λάβει ολόκληρη την αμοιβή της για τον μήνα Ιανουάριο του έτους 2016, χωρίς να παρέχει τις από τον νόμο και την υπηρεσιακή της κατάσταση προβλεπόμενες ιατρικές υπηρεσίες και συνάμα να ωφελείται ηθικά από την ανάπαυση που συνεπαγόταν η μη παροχή των ιατρικών υπηρεσιών».

Με τον πρώτο λόγο η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι εσφαλμένως ερμηνεύθηκε και εφαρμόσθηκε η ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 259 ΠΚ και προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την απορρέουσα από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε΄ ΚΠΔ, σχετική πλημμέλεια, ενώ με το δεύτερο λόγο ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς τον δόλο της για την εκ μέρους της τέλεση της εν λόγω αξιόποινης πράξης της και προσάπτει σ’ αυτήν (προσβαλλόμενη απόφαση) την απορρέουσα από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ ΚΠΔ, σχετική πλημμέλεια. Εκθέτει ακόμη η αναιρεσείουσα ότι «με την διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα δικαιώματα του Ανθρώπου…το Δικαστήριο οφείλει να προβαίνει σε αποτελεσματική εξέταση των παρατηρήσεων, επιχειρημάτων και αποδείξεων που επικαλούνται οι διάδικοι» και με τον τρίτο αναιρετικό λόγο, ισχυριζόμενη ότι «παράβαση της ως άνω αρχής, πέραν της αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, επάγεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας και ιδρύεται και από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ ΚΠΔ λόγο», προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την απορρέουσα από το άρθρο 510 παρ. 1, στοιχ. Α΄ ΚΠΔ, απορρέουσα πλημμέλεια, που όμως κατά τα προεκτεθέντα, προβλέπεται από τον προαναφερθέντα από το άρθρο 510 παρ. 1, στοιχ. Δ΄ ΚΠΔ, αναιρετικό λόγο και ως εκ τούτου ο τελευταίος αυτός αναιρετικός λόγος τυγχάνει απαράδεκτος. Με αυτά που δέχθηκε το δικάσαν δευτεροβάθμιο δικαστήριο, όπως οι παραδοχές του σκεπτικού συμπληρώνονται από αυτές του διατακτικού, διέλαβε στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση την επιβαλλομένη από τα άρθρα 93 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτήν με πληρότητα και σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που, κατά τα γενόμενα δεκτά από το Εφετείο, προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος, δηλαδή της παράβασης καθήκοντος κατ’ εξακολούθηση, τις αποδείξεις από τις οποίες προέκυψε αυτό και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή τους στην ανωτέρω ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 259 ΠΚ, την οποία σωστά ερμήνευσε και εφήρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, με ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες. Ειδικότερα, αναφέρονται όλα τα αναγκαία κατά νόμο στοιχεία που απαρτίζουν τη νομοτυπική μορφή του εν λόγω εγκλήματος και παρατίθενται τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη δημόσια στο ακροατήριο αποδεικτική διαδικασία και συνιστούν την κατά τα άνω ποινικά επιλήψιμη συμπεριφορά της αναιρεσείουσας. Συγκεκριμένα, διαλαμβάνονται οι εξής κρίσιμες ουσιαστικές παραδοχές: α) Η αναφορά της ιδιότητας της αναιρεσείουσας ως υπαλλήλου, με την έννοια των διατάξεων των άρθρων 13 στοιχ. α΄ και 259 ΠΚ και ειδικότερα, ότι αυτή υπηρετούσε ως ιατρός κλάδου Ε.Σ.Υ. με βαθμό επιμελήτριας Β΄ Ιατρικής, στο Ειδικό Περιφερειακό Ιατρείο του Αγροτικού Καταστήματος Κράτησης …, β) ο τρόπος, με τον οποίο παραβίασε το υπηρεσιακό της καθήκον,να παρέχει δηλαδή τις από την υπηρεσιακή της κατάσταση αλλά και τις ενυπάρχουσες στη φύση της υπηρεσίας της και τους σχετικούς νόμους (όπως ο Ν. 2071/1992) προβλεπόμενες ιατρικές υπηρεσίες της, καθόσον η εμφάνιση και παρουσία της στο παραπάνω κατάστημα συνιστά άρρηκτο στοιχείο για την άσκηση και την εκτέλεση του ιατρικού της καθήκοντος, 3) ο δόλος της κατηγορουμένης, με την παραδοχή ότι χωρίς να έχει λάβει έγκριση από την ως άνω Προϊσταμένη της Υπηρεσία για την εκ μέρους της λήψη των αδειών της, με πρόθεση μεθόδευε ώστε να μην περιέρχεται σε γνώση της ως άνω υπηρεσίας η αδικαιολόγητη απουσία της από το παραπάνω κατάστημα, επιλέγοντας αρχικώς την υποβολή του σχετικού αιτήματος σε αναρμόδια υπηρεσία και ακολούθως, μετά την αποκάλυψη αυτή, στην αρμόδια υπηρεσία αλλά χωρίς το σχετικό έγγραφο να λαμβάνει αριθμό πρωτοκόλλου και κυρίως, χωρίς να αναμένει την σχετική έγκριση,κατόρθωνε να απουσιάσει αυθαίρετα και αδικαιολόγητα από το προαναφερθέν Ειδικό Περιφερειακό Ιατρείο του Αγροτικού Καταστήματος Κράτησης …, του οποίου είχε την πλήρη και αποκλειστική ευθύνη λειτουργίας, και ως εκ τούτου δεν παρείχε τις ιατρικές υπηρεσίες της στους κρατουμένους του εν λόγω Καταστήματος Κράτησης, όπως είχε υποχρέωση να κάνει, με σκοπό να λάβει ολόκληρη την αμοιβή της για τον προαναφερθέντα μήνα Ιανουάριο του έτους 2016, χωρίς όμως να παρέχει τις από τον νόμο και την υπηρεσιακή της κατάσταση προβλεπόμενες ιατρικές υπηρεσίες και παράλληλα, να ωφελείται ηθικά από την ανάπαυση που συνεπαγόταν η μη παροχή των ιατρικών υπηρεσιών στους ως άνω κρατούμενους που στερήθηκαν αυτές, δ) ο σκοπός της αναιρεσείουσας να προσπορίσει στον εαυτό της το ως άνω παράνομο όφελος και ε) η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ανωτέρω παράνομης ενέργειας της και του σκοπού του παράνομου οφέλους τους, καθόσον μόνο με την παράβαση του εν λόγω υπηρεσιακού καθήκοντος μπορούσε να επιτευχθεί. Επομένως, αμφότεροι οι πιο πάνω από το άρθρο 501 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ και Ε΄ ΚΠΔ, αναιρετικοί λόγοι είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν.

…»